πόρθηση

πόρθηση
η / πόρθησις, -ήσεως, ΝΑ [πορθώ]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πορθώ, εκπόρθηση, εκπολιόρκηση, άλωση
αρχ.
βίαιη αφαίρεση, λεηλασία, αρπαγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πόρθηση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του πορθώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πορθήσῃ — πορθήσηι , πόρθησις sack fem dat sg (epic) πορθέω destroy aor subj mid 2nd sg πορθέω destroy aor subj act 3rd sg πορθέω destroy fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”